- σοθέτω
- Ν(στον Ερωτόκρ.) τακτοποιώ.[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < ίσος + θέτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκοσοθεμένος — η, ο 1. καμωμένος με γλύκα, όμορφος 2. (για λόγια) γλυκός, ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + σοθέτω «τακτοποιώ»] … Dictionary of Greek
κακοσοθεμένος — η, ο κακοφτειαγμένος («τοίχοι άσκημοι και χαμηλοί και κακοσοθεμένοι», Ερωφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + σοθεμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού σοθέτω* (πιθ. < συνθέτω) «τακτοποιώ»] … Dictionary of Greek
σοθετός — ή, όν, Ν [σοθέτω] (στον Ερωτόκρ.) τακτοποιημένος … Dictionary of Greek
σόθεμα — το, Ν [σοθέτω] (στον Ερωτόκρ.) 1. διάταξη πραγμάτων, ιδίως επίπλων, κοσμημάτων κ.ά αντικειμένων 2. αρτιότητα τής σωματικής διάπλασης, συμμετρία … Dictionary of Greek